- πολεμίως
- πολέμιοςofadverbialπολέμιοςofmasc acc pl (doric)πολέμιοςofadverbialπολέμιοςofmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμίως — ΝΑ επίρρ. βλ. πολέμιος … Dictionary of Greek
επιπολεμούμαι — ἐπιπολεμοῡμαι, όομαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπεπολέμωτο πολεμίως διέκειτο» … Dictionary of Greek
πολέμιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, Είναι ένας από τους 300 μάρτυρες και όσιους που μαρτύρησαν στην Κύπρο. * * * α, ο / πολέμιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek